τἀνθρώπου

τἀνθρώπου
ἀνθρώπου , ἄνθρωπος
man
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λήμα — (I) η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας chrysomelidae. (II) λῆμα, τὸ (Α) 1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση 2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.) 3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου στι τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”